- μαγνητεγερτικός
- η , ό[ν] магнетический, относящийся к магнетизму
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
μαγνητεγερτικός — ή, ό φρ. < < μαγνητεγερτική δύναμη» (ηλεκτρομαγν.) μέγεθος τού ηλεκτρομαγνητισμού αντίστοιχο τής ηλεκτρεγερτικής δύναμης στον ηλεκτρισμό … Dictionary of Greek